Εισαγωγή
Ολοκληρώθηκαν και οι φετινές εισαγωγικές εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην Ελλάδα, και η διαδικασία ομαλά οδηγείται στην τελική φάση της που είναι η ανακοίνωση των εισακτέων στις διάφορες σχολές. Και φέτος, όπως και άλλες χρονιές, υπάρχουν δημοσιεύματα και αναλύσεις με προβληματισμούς, που πηγάζουν από την εικόνα που αναδύεται από τις αποδόσεις των υποψηφίων, αλλά και εκπαιδευτικού προσωπικού που σχετίζεται με τις βαθμολογήσεις, από τη φετινή διαδικασία. Σε πολλά, από τα δημοσιεύματα, πέρα από την αποτύπωση της φετινής εικόνας, δεν επιχειρήθηκε να εντοπιστεί η γενεσιουργός αιτία της συγκεκριμένης εικόνας των επιδόσεων, ούτε και η διαχρονική της εξέλιξη. Σε μια σειρά άρθρων, στην ιστοσελίδα metarithmisi.gr, έγινε προσπάθεια – αφού παρουσιάστηκε η επαναλαμβανόμενη για πολλά χρόνια εικόνα των κατανομών των επιδόσεων – να προσδιοριστεί και μια πιθανή αιτία που οδηγεί στην εικόνα που καταγράφεται κατά τη διαχρονία. Αυτό είναι το τελευταίο άρθρο της σειράς αυτής.
Ο μαθητής κατά τη μαθησιακή του πορεία και μάλιστα στις πλέον κρίσιμες ηλικιακές περιόδους, όπως έχει αναδειχθεί σε προηγούμενη αρθρογραφία, «πατάει» υποχρεωτικά σε δυο βάρκες: μια μη-θεσμοθετημένη, αλλά νομιμοποιημένη από τη μαζική αποδοχή και μια θεσμοθετημένη από το κράτος, η οποία μάλιστα θα πιστοποιήσει και την φοίτηση και θα του δώσει το πιστοποιητικό που αντιστοιχεί στην κάθε βαθμίδα, κάτι που θα τον οδηγήσει στην επόμενη ή στην έξοδό του στην οικονομική δραστηριότητα.
Είναι φανερό ότι στο ελληνικό μαθητικό δυναμικό επιβάλλεται μια κατάσταση μαθησιακής σχιζοφρένειας, την οποία αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιήσει και να προσλάβει εκείνα τα στοιχεία για τα οποία αργότερα θα (προσ)κληθεί – μέσω κάποιας εξεταστικής διαδικασίας – να (απο)δείξει ότι τα γνωρίζει. Όχι, όμως, μόνον αυτό: μέσα σε αυτό το πλαίσιο μαθησιακής σχιζοφρένιας το μεγαλύτερο μέρος του μαθητικού δυναμικού θα οικοδομήσει τις γνωστικές του δομές, πέρα από την ενίσχυση του γνωσιακού του φορτίου. Η αποτυχία, αυτή που καταγράφεται από τις έρευνες των επιδόσεων σε εξετάσεις, για το μεγαλύτερο μέρος του μαθητικού δυναμικού έρχεται ως φυσική συνέπεια της συνολικής του διαδρομής.
Αλλά, πέρα από την αποτυχία σε μαζικές διαδικασίες ελέγχου γνώσεων και λειτουργιών, το μεγάλο αυτό μέρος του πληθυσμού θα περάσει στην επόμενη κοινωνική βαθμίδα, καθώς θα εισέλθει στην παραγωγική διαδικασία και θα ολοκληρώσει την κοινωνική του ενσωμάτωση. Οπότε εύλογο αναδύεται το ερώτημα: με τι είδους εφόδια από την περίοδο του σχολείου εισέρχεται στην νέα αυτή περίοδο της ζωής του και πώς θα συμπεριφερθεί σε αυτή τη νέα φάση της πορείας του; Είναι ένας κλάδος προβληματισμών που διαμορφώνεται από την ενασχόληση με το θέμα, όμως καθώς μας απομακρύνει από το κύριο θέμα του άρθρου, ο κλάδος αυτός εγκαταλείπεται προσωρινά. Αυτό που θα σημειωθεί μόνο είναι κάτι κοινότυπο: ότι (οικο)δομηθεί, σε αυτή την περίοδο ανάπτυξης των νέων, θα επηρεάσει τα επερχόμενα χρόνια, και όχι μόνο την ατομική πορεία του καθενός από τους νέους αυτούς, αλλά όλης της κοινωνίας. Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι στην επίδραση αυτή ο ρόλος του φροσχολικού συστήματος είναι σημαντικός, ίσως και καθοριστικός. Είναι δε αυτό που καθιστά αναγκαία την ενασχόληση με το ζήτημα.
Οι 3 φάσεις διαμόρφωσης του φροσχολικού συστήματος
Σημαντική είναι η διαχρονική παρέμβαση του κράτους για την επικυριαρχία του φροντιστηρίου επί του σχολικού συστήματος και τη διαμόρφωση του φροσχολικού – πλέον – συστήματος, με τη θεσμοθέτηση διαδικασιών που το εξυπηρετούν. Φυσικά αυτή η ισχυροποίηση του υποδόριου παραεκπαιδευτικού μηχανισμού το κατέστησε υψηλής αξίας για την ίδια την κοινωνία, με τους γονείς, αλλά και τους μαθητές να το θεωρούν απαραίτητο συμπλήρωμα, στην αρχή και κατεξοχήν κύριο μηχανισμό παροχής γνώσης αργότερα.
Θα μπορούσαν να προσδιοριστούν τρεις διακριτές φάσεις, κατά την εξέλιξη της πορείας της διεπλοκής φροντιστηρίου και σχολικού συστήματος για την δημιουργία του φροσχολικού συστήματος:
Στην πρώτη φάση, το φροντιστήριο αναδύεται δίπλα στο σχολείο και λειτουργεί κυρίως ως υποστηρικτικός μηχανισμός σε αδύνατους μαθητές για να βοηθηθούν στις απαιτήσεις του σχολικού συστήματος, το οποίο είναι κυρίαρχο ως προς το ρόλο του στη μόρφωση του ελληνικού μαθητικού δυναμικού, την καθοδήγησή του, καθώς και στην επιβολή σε αυτό της επικυρίαρχης πολιτικής άποψης. Οι περισσότεροι μαθητές δεν φοιτούν σε φροντιστήρια - πολλές φορές θεωρείται και προσβλητικό - αλλά προσπαθούν μόνοι τους να προσεγγίσουν τα απαιτούμενα από το σχολικό σύστημα. Το φροντιστήριο, επίσης, βοηθάει και αρκετούς - ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις - υποψηφίους να οργανώσουν τη μελέτη τους στην πορεία της προετοιμασίας τους κατά την τελευταία κυρίως σχολική χρονιά, για τις εισαγωγικές εξετάσεις σε ΑΕΙ της χώρας.
Οι γονείς και η κοινότητα έχουν το σχολικό σύστημα σε υψηλότερη θέση, ως προς την αξία, σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη εξωεκπαιδευτική διαδικασία υποστήριξης, ενώ οι δάσκαλοι του σχολικού συστήματος έχουν μια σχετικά καλή θέση στο κοινωνικό οικοδόμημα. Ο μόνος υπεύθυνος για την ομοιογενοποίηση του μαθητικού δυναμικού, σε αυτή τη φάση, είναι το σχολικό σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου επιχειρείται και η συμμόρφωσή του σε συγκεκριμένες συμπεριφορές και λειτουργίες, ένας κομφορμισμός που επιβάλλεται από την κυρίαρχη ιδεολογία του κράτους, μέσω των παραγόντων προώθησής της στη νέα γενιά των πολιτών. Σε αυτή τη φάση, το σχολικό σύστημα είναι αυτό που οδηγεί στις καλές επιδόσεις και στην εισαγωγή στην επόμενη βαθμίδα εκπαίδευσης, ενώ η λειτουργία του παραεκπαιδευτικού μηχανισμού ενισχύει την αλλαγή επιπέδου των επιδόσεων. Η δράση του φροντιστηρίου είναι συμπληρωματική.
Κατά τη δεύτερη φάση της διεμπλοκής, το φροντιστήριο επιβάλλεται σιγά-σιγά επί του σχολείου. Γενικεύεται η λειτουργία του υποδόριου υποστηρικτικού μηχανισμού σε μεγάλους πληθυσμούς μαθητικού δυναμικού, ανεξάρτητα από μαθησιακές αδυναμίες, και συνδέεται έντονα με την στόχευση που το ίδιο το σχολικό σύστημα επιβάλει στους μαθητές: την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ένα στοιχείο που οδηγεί στην γενίκευση είναι η ανεπαρκής οικονομική στήριξη του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα. Η υποχρηματοδότηση δεν δημιουργεί μόνο ποσοτικά προβλήματα, αλλά και σοβαρότατα ποιοτικά, και αυτό συμβαίνει σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, συμβάλλοντας καίρια στη κυριαρχία της υποδόριας παράλληλης εκπαιδευτικής διαδικασίας, η οποία εμφανίζεται με πολύμορφες εκφάνσεις.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την προσέγγιση των δαπανών της υποδόριας εκπαιδευτικής διαδικασίας με τις δημόσιες δαπάνες για τη μέση εκπαίδευση. ?Ετσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αλληλεπίδρασης των χαμηλών δαπανών και της υπολειτουργικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος. Ειδικότερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι σχετικά χαμηλές απολαβές των καθηγητών, τους οδηγούν σε δεύτερη απασχόληση (κυρίως σε φροντιστήρια). Η παρακολούθηση των φροντιστηρίων από πολύ υψηλό ποσοστό σπουδαστών, ενισχύει τον φαύλο κύκλο και φυσικά εντείνει την αποδυνάμωση της εκπαιδευτικής λειτουργίας των σχολείων.
Ένα στοιχείο που εμφανίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κατά την περίοδο αυτή, είναι ότι στις ιδιωτικές εκπαιδευτικές δαπάνες παρατηρείται μείωση του ειδικού βάρους των ιδιωτικών σχολείων δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης και των ιδιωτικών τεχνικών και επαγγελματικών σχολών όλων των βαθμίδων. Παράλληλα, όμως, με αυτό παρατηρείται αύξηση των ιδιωτικών δαπανών για φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα κυρίως μετά το 1978, πράγμα που σηματοδοτεί την επέκταση του φαινομένου της «υποδόριας οικονομίας της εκπαίδευσης».
Η αύξηση του ειδικού βάρους των ιδιωτικών δαπανών για φροντιστήρια, κατ? αντίθεση με τη μείωση στην οργανωμένη ιδιωτική εκπαίδευση, τα οδήγησε σε αναπροσαρμογή προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της απόδοσης των μαθητών μέσα στο σχολείο και όχι αποκλειστικά στην προετοιμασία τους για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο ΑΕΙ. Τα φροντιστήρια, όμως, δεν ελέγχονται από το κράτος και έτσι λειτουργούν με σχετική ευελιξία και πιο ελεύθερη δημοκρατική λογική σε σχέση με το σχολικό σύστημα. Το κράτος βολεύεται, κυρίως με τη λύση που προσφέρεται από την κατάσταση αυτή στο μέγεθος της ανεργίας και λειτουργεί προς την κατεύθυνση συντήρησής της. Οι νομοθετικές παρεμβάσεις του πολιτικού (ανεξαρτήτως προσήμου) συστήματος είναι τέτοιες που δεν αποτελούν άρνηση της επιβαρυντικής, ιδιαιτέρως για τις οικονομικά ασθενέστερες ελληνικές οικογένειες, κατάστασης. Αντιθέτως - παρά τις διακηρύξεις - στηρίζουν την ύπαρξής της ιδιαίτερα με τις επιλογές για τις εισαγωγικές εξετάσεις και τη λειτουργία του σχολικού συστήματος. Τα οφέλη από την κατάσταση δεν σχετίζονται μόνο με την απασχόληση, την έστω και «υποδόρια» ενίσχυση των καθηγητών που εργάζονται στο σχολικό σύστημα και την επιβολή της ανάγκης για διαρκή αναζήτηση πόρων από τις οικογένειες για την χρηματοδότηση της φοίτησης των παιδιών τους στο φροντιστήριο. Σχετίζονται και με την πολιτική αξιοποίηση των χώρων αυτών, αφού το χρήμα ρέει άφθονο και έτσι οι χρηματοδοτήσεις των πολιτικών φιλοδοξιών των διαφόρων ατόμων είναι ευκολότερες και χωρίς προβλήματα, όπως και η υποστήριξη της εκλογής των ατόμων αυτών, πράγμα που δεν ήταν επιτρεπτό στο πλαίσιο του σχολικού συστήματος.
Τα μέσα ενημέρωσης συνδέθηκαν ταχύτατα με το υποδόριο εκπαιδευτικό σύστημα, αφού η πηγή του χρήματος φαινόταν ανεξάντλητη και φυσικά άρχισαν την προώθηση και τη διεύρυνση της κατάστασης. Οι γονείς υποτάχθηκαν στη επιβαλλόμενη κατάσταση και άρχισαν σταδιακά να στρέφονται και να αναβαθμίζουν την αξία του εξω-εκπαιδευτικού μηχανισμού, αφού «σε αυτό πληρώνουν». Το σχολικό σύστημα υποχωρεί, με πολλούς παράγοντες να έχουν την ευθύνη και το φροντιστηριακό σύστημα συνεχώς αναβαθμίζεται. Υπάρχει, πλέον ένα ακόμη σύστημα που συμβάλλει στην ομογενοποίηση, στην καλλιέργεια του κομφορμισμού και στην επιβολή αγελαίας συμπεριφοράς στο ελληνικό μαθητικό δυναμικό. Το σχολείο διατηρεί ακόμη την αξία του σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, όμως υποχωρεί όλο και περισσότερο. Οι καθηγητές ανταγωνίζονται – πολλές φορές και λόγω διεκδίκησης μέρους της «πίτας» από τα ιδιαίτερα μαθήματα – με τους εργαζόμενους στα φροντιστήρια και είναι έτοιμοι να αντιπαρατεθούν με προτάσεις όλο και δυσκολότερων προβλημάτων που είτε η μια ομάδα είτε η άλλη θα δυσκολευθεί να τα απαντήσει. Η δράση του φροντιστηρίου είναι ανταγωνιστική.
Πριν την τρίτη φάση
Με την επίδραση πολλών παραγόντων, κυρίως των μέσων ενημέρωσης αλλά και της κοινωνικής διάχυσης της αναγκαιότητας του παραεκπαιδευτικού μηχανισμού, ο οποίος κάθε άλλο παρά υποδόριος είναι πλέον, το φροντιστήριο αρχίζει να κυριαρχεί. Αρχίζει να επικρατεί η άποψη ότι χωρίς φροντιστήριο δεν γίνεται τίποτε. Παρόλο που ακόμη και τα δυο συστήματα λειτουργούν ανταγωνιστικά και κάθε σύστημα έχει τους δικούς του κώδικες και τις δικές του μεθόδους, η μαθησιακή παρέμβαση που προτείνεται από το φροντιστήριο επιβάλλεται.
Στο μεταξύ, στις εισαγωγικές, για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, εξετάσεις οι «επιτυχίες» αποδίδονται – διαφημιζόμενες – στο παραεκπαιδευτικό μηχανισμό, ενώ οι «αποτυχίες» -με έντονη κριτική – στην όχι καλή κατάσταση του σχολικού συστήματος. Οι κορυφές των κατανομών των επιδόσεων των υποψηφίων συνεχώς μετατοπίζονται προς χαμηλότερες περιοχές της βαθμολογικής κλίμακας και αρχίζει να εμφανίζεται όλο και περισσότερο η μορφή της δικόρυφης κατανομής. Όταν η κατάσταση εμφανίζεται να υποχωρεί πολύ, το κράτος «προχωρά» σε αλλαγές – τις αναφέρει συνήθως ως μεταρρυθμίσεις – εξεταστικών συστημάτων και σε «διευκόλυνση» των υποψηφίων με ελάφρυνση της δυσκολίας των θεμάτων για …«να βοηθηθούν οι μαθητές». Όσο η επικυριαρχία του φροντιστηρίου εδραιώνεται, η υποχώρηση των επιδόσεων συνεχίζεται όλο και εντονότερα. Ομοίως συνεχίζεται, με τα μέσα ενημέρωσης να οδηγούν, και η διπλή «αξιολόγηση»: έντονη κριτική (του σχολείου) και διαφήμιση (του φροντιστηρίου). Η κατάσταση είναι έτοιμη να οδηγήσει το σύστημα στην πλήρη κυριαρχία του φροντιστηρίου επί του σχολικού συστήματος.